- στανικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που γίνεται με τη βία, εξαναγκαστικός: Ένα τέτοιο στανικό γάμο δεν τον ήθελε ποτέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στανικός — ή, ό, Ν [στανιό] 1. αυτός που γίνεται με το στανιό, με καταναγκασμό 2. (διαλ. φρ.) «έσμιξες στανικές» ακούσιοι γάμοι. επίρρ... στανικά και στανικώς Ν με το στανιό, με εξαναγκασμό … Dictionary of Greek
ινδο(υ)στανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο Ινδο(υ)στάν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)